ανδρογόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανδρογόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανδρογόνο ουδέτερο
- (βιολογία) ανδρική ορμόνη που προκαλεί την ανάπτυξη δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών, όπως π.χ. η τεστοστερόνη
- (ιατρική, φαρμακευτική) συνθετική ορμόνη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση φυσικού επιπέδου ανδρικών ορμονών που συνήθως παράγονται φυσιολογικά από το ανθρώπινο σώμα στους όρχεις και τα επινεφρίδια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανδρογόνο
|