ανδρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανδρώνω < αρχαία ελληνική ἀνδρόω

ανδρώνω και αντρώνω (αντρώνομαι, ανδρώνομαι)

  1. κάνω κάποιον άντρα ή έναν άνθωπο γυναίκα, παιδί, ή και μια ολόκληρη γενιά να ωριμάσει, να μάθει τη ζωή, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της
  2. κάνω κάποιον γενναίο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]