ανεκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεκτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνεκτικός (υπομονετικός) < αρχαία ελληνική ἀνεκτ(ός) + -ικός → δείτε το αρχαίο ἀνέχω < ἀν(ά) + ἔχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ne.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νε‐κτι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεκτικός, -ή, -ό
- που ανέχεται, που δείχνει ανοχή και σεβασμό απέναντι σε ανθρώπους, στάσεις, αντιδράσεις που προκαλούν ενόχληση ή απλώς διαφέρουν από το κοινά παραδεκτό
- άλλες μορφές: ανεχτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις ανέχομαι, ανά και έχω & το αρχαίο ἀνέχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεκτικός
Πηγές[επεξεργασία]
- ανεκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανεκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανεκτικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)