ανελκυστήρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανελκυστήρας οι ανελκυστήρες
      γενική του ανελκυστήρα των ανελκυστήρων
    αιτιατική τον ανελκυστήρα τους ανελκυστήρες
     κλητική ανελκυστήρα ανελκυστήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανελκυστήρας < καθαρεύουσα ἀνελκυστήρ < αρχαία ελληνική ἀνελκύω + -τήρας[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.nel.ciˈsti.ɾas/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ανελκυστήρας αρσενικό

  • σύστημα με το οποίο επιτυγχάνεται γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των ορόφων ενός κτηρίου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

επίσης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]