ανεμποδίστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεμποδίστως < ανεμπόδιστος + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ανεμποδίστως

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]