ανεξάρτητο πλατφόρμας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεξάρτητο πλατφόρμας < → δείτε τις λέξεις ανεξάρτητος και πλατφόρμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανεξάρτητο πλατφόρμας (en) ουδέτερο
- (λογισμικό) λογισμικό (software) που μπορεί να λειτουργήσει σε περισσότερες από δύο πλατφόρμες (platform)
Υπώνυμα
[επεξεργασία](πληροφορική):
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεξάρτητο πλατφόρμας