ανεξαργύρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεξαργύρωτος < αν- + εξαργυρώνω + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεξαργύρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει εξαργυρωθεί ή δεν μπορεί να εξαργυρωθεί, να ανταλλαχτεί