ανεπίκλητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίκλητος η ανεπίκλητη το ανεπίκλητο
      γενική του ανεπίκλητου της ανεπίκλητης του ανεπίκλητου
    αιτιατική τον ανεπίκλητο την ανεπίκλητη το ανεπίκλητο
     κλητική ανεπίκλητε ανεπίκλητη ανεπίκλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίκλητοι οι ανεπίκλητες τα ανεπίκλητα
      γενική των ανεπίκλητων των ανεπίκλητων των ανεπίκλητων
    αιτιατική τους ανεπίκλητους τις ανεπίκλητες τα ανεπίκλητα
     κλητική ανεπίκλητοι ανεπίκλητες ανεπίκλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανεπίκλητος < αρχαία ελληνική ἀνεπίκλητος < α- + ἐπί + κλητός < καλέω / καλῶ

Επίθετο

[επεξεργασία]

ανεπίκλητος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν επικαλεστεί
  2. που δεν τον έχουν καλέσει
     συνώνυμα: ακάλεστος

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη καλώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]