ανεπίκλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπίκλητος < αρχαία ελληνική ἀνεπίκλητος < α- + ἐπί + κλητός < καλέω / καλῶ
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεπίκλητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν επικαλεστεί
- που δεν τον έχουν καλέσει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καλώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπίκλητος
|