ανεπίστρεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπίστρεπτος < (ελληνιστική κοινή) ἀνεπίστρεπτος < αρχαία ελληνική ἐπίστρεπτος / ἐπιστρεπτός < ἐπιστρέφω < στρέφω
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεπίστρεπτος, -η, -ο
- που δεν είναι δυνατόν να επιστραφεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεπίστρεπτα
- ανεπιστρεπτί
- → δείτε τις λέξεις επιστρέφω και στρέφω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπίστρεπτος