ανεπανόρθωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπανόρθωτα < ανεπανόρθωτος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ανεπανόρθωτα
- κατά τρόπο που δεν επιδέχεται διόρθωση ή επισκευή ή επανόρθωση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπανόρθωτα