ανεπιφύλακτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεπιφύλακτος < (καθαρεύουσα) ἀνεπιφύλακτος. Μορφολογικά, αν- στερητικό + επιφυλακ-(ἐπιφύλαξις) + -ση < αρχαία ελληνική ἐπιφυλάσσω. [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ανεπιφύλακτος, -η, -ο
- που δεν περιέχει ή δεν εκφράζεται με καμιά επιφύλαξη, απόλυτος, χωρίς ενδοιασμούς και αμφιβολίες
- ↪ εξέφρασε την ανεπιφύλακτη' εμπιστοσύνη του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανεπιφύλακτα (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη επιφυλάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεπιφύλακτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ανεπιφύλακτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας