ανθεκτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανθεκτικότητα < (καθαρεύουσα) ἀνθεκτικότης, ανθεκτικ(ός) + -ότης > -ότητα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.θe.ktiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θε‐κτι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανθεκτικότητα θηλυκό
- η αντοχή