ανθρωπιστικές σπουδές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωπιστικές σπουδές → δείτε τις λέξεις ανθρωπιστικός και σπουδή < απόδοση για την αγγλική humanities

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

ανθρωπιστικές σπουδές θηλυκό στον ενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

αγγλικά:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • «ανθρωπιστικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)