ανθρωποφάγου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ανθρωποφάγου
- αρσενικό ή θηλυκό γενική ενικού του ανθρωποφάγος
- εναλλακτική μορφή θηλυκού: ανθρωποφάγας
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ανθρωποφάγου αρσενικό
- γενική ενικού του ανθρωποφάγος