ανιολότο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανιολότο ουδέτερο, πληθυντικός ανιολότι < agnolotti
- είδος ζυμαρικού από ανοιγμένη ζύμη σε φύλλο, κομμένη σε λωρίδες και τυλιγμένη στη συνέχεια σε μικρές οδοντωτές σακουλίτσες μεγέθους περίπου μιας ίντσας.
- τα ανιολότι, (περισσότερο γνωστά στον πληθυντικό) αποτελούν πιάτο φαγητού χαρακτηριζόμενο ανάλογα από τον τρόπο μαγειρέματος ή από το είδος της γέμισης που φέρουν συνηθέστερα μοσχαρίσιο κρέας ή χορταρικά
- τα ανιολότι ανήκουν στα γεμιστά ζυμαρικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανιολότο
|