ανισόδομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανισόδομος < αν- (στερητικό α-) + ισόδομος < ελληνιστική κοινή ἰσόδομος
Επίθετο
[επεξεργασία]ανισόδομος
- (αρχιτεκτονική, αρχαιολογία) για τοιχοποιία που έχει φτιαχτεί με λίθους άνισων διαστάσεων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανισόδομος
|