ανιψιού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ανιψιού αρσενικό

  1. γενική ενικού του ανιψιός

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ανιψιού ουδέτερο

  1. γενική ενικού του ανίψι