ανοικοδομήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ανοικοδομήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του ανοικοδόμηση
- εναλλακτικά: ανοικοδόμησης
ανοικοδομήσεως θηλυκό