ανοικοδομώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνοικοδομῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ανοικοδομώ < αρχαία ελληνική ἀνοικοδομέω / ἀνοικοδομῶ

ανοικοδομώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]