ανομοιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανομοιότητα < αρχαία ελληνική ἀνομοιότης < ὁμοιότης < ὅμοιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανομοιότητα θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανομοιότητα