ανοξείδωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ανοξείδωτος, -η, -ο
- αυτός που δεν οξειδώνεται, δεν σκουριάζει
- (συνεκδοχικά) ο γαλβανισμένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοξείδωτος