ανοσοκαθήλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοσοκαθήλωση | οι | ανοσοκαθηλώσεις |
γενική | της | ανοσοκαθήλωσης* | των | ανοσοκαθηλώσεων |
αιτιατική | την | ανοσοκαθήλωση | τις | ανοσοκαθηλώσεις |
κλητική | ανοσοκαθήλωση | ανοσοκαθηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανοσοκαθηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανοσοκαθήλωση θηλυκό
- (ιατρική) παρουσία παραπρωτεΐνης στον ορό του αίματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανοσοκαθήλωση
|