αντίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίκα | οι | αντίκες |
γενική | της | αντίκας | των | αντικών |
αιτιατική | την | αντίκα | τις | αντίκες |
κλητική | αντίκα | αντίκες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική antica, θηλυκό του antico < λατινική antiquus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂énti-h₃kʷós (που έχει εμφανιστεί πιο πριν) < *h₂énti (<*h₂ent-: μπροστά) + *h₃ekʷ- (μάτι, βλέπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίκα θηλυκό
- παλαιό αντικείμενο, ενδεχομένως μεγάλης υλικής ή άλλης αξίας και φτιαγμένο με τέχνη
- (μεταφορικά, μειωτικό) πολύ παλιός ή γέρος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)