αντίστοιχο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντίστοιχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντίστοιχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντίστοιχο ουδέτερο

  1. (έναρθρο) κάτι που επιτελεί την αντίστοιχη λειτουργία με κάτι άλλο
    ο καγκελάριος στο γερμανικό πολιτικό σύστημα είναι το αντίστοιχο του δικού μας πρωθυπουργού

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]