αντίσωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίσωμα ουδέτερο
- (ιατρική, ανοσοβιολογία) πρωτεΐνη που παράγεται από Β-λεμφοκύτταρα και ουδετεροποιεί συγκεκριμένο αντιγόνο