ανταλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανταλής αρσενικό
- ο νησιώτης, ιδιαίτερα του ανατολικού Aιγαίου ή της Προποντίδας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανταλής
|