ανταλλασσόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ανταλλασσόμενος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος ανταλλάσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανταλλασσόμενος
|