αντασφαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντασφαλίζω < αντι- + ασφαλίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reinsure)

αντασφαλίζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]