αντεμπρησμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεμπρησμός < αντι- + εμπρησμός < (ελληνιστική κοινή) ἐμπρησμός < αρχαία ελληνική ἐμπίμπρημι < πίμπρημι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contre-feu)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντεμπρησμός αρσενικό
- ελεγχόμενος εμπρησμός μικρής εξάπλωσης, που αποσκοπεί στον έλεγχο μια μεγαλύτερης έκτασης πυρκαγιάς
- ≈ συνώνυμα: αντιπυρά, αντιπυρκαγιά, φωτιά αντιπυρικής ζώνης
- ※ Παράξενο στο άκουσμα, στο ευρύ κοινό, αλλά όχι στο πυροσβεστικό γίγνεσθαι, όπου ο λεγόμενος αντεμπρησμός, ή αντιπυρκαγιά, ή αντιπυρά, αποτελεί μια από τις λεγόμενες «έμμεσες ξηρές μεθόδους κατάσβεσης δασικών πυρκαγιών. Με τη συγκεκριμένη μέθοδο, οι πυροσβέστες βάζουν φωτιά προκαλώντας μέτωπο πυρκαγιάς αντίθετα από τη διεύθυνση του ανέμου, με σκοπό να πλησιάσουν το κύριο μέτωπο της δασικής φωτιάς και να το εξουδετερώσουν. (*)
- ※ Ο αντεμπρησμός είναι μια δευτέρα τεχνητή πυρκαγιά, ήτις δημιουργείται έμπροσθεν του κυρίως μετώπου της πυρκαγιάς επί τω τέλει σχηματισμού κενού μεταξύ της πραγματικής και τεχνητής πυρκαγιάς, οπότε αύτη ελλείψει τροφής θα σβήσει αφ’ εαυτής. (Ηλίας Μπέτσιος, Επιστημονική Πυροσβεστολογία, 1965)
- (σπάνιο) εμπρησμός που αποσκοπεί σε αντεκδίκηση για άλλον εμπρησμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)