αντεξετάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀντεξετάζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντεξετάζω < (ελληνιστική κοινήἀντεξετάζω

αντεξετάζω (παθητική φωνή: αντεξετάζομαι)

  1. εξετάζω με τη σειρά μου
  2. αντιπαραβάλλω, συγκρίνω
  3. (νομικός όρος) εξετάζω κατ’ αντιπαράσταση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]