αντεπισταλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντεπισταλία θηλυκό
- (ναυτικός όρος) το χρονικό διάστημα από τη λήξη του χρόνου υπεραναμονής μέχρι τη λήξη της φόρτωσης του πλοίου (ή μέχρι όποτε συμφωνηθεί)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντεπισταλία
|