αντζουγόπαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντζουγόπαστα θηλυκό
- (γαστρονομία) αντζούγια σε μορφή πάστας, αλοιφής
αντζουγόπαστα θηλυκό