αντιβιόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιβιόγραμμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antibiogram < αρχαία ελληνική ἀντί + (βίος) βιό- + -γραμμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιβιόγραμμα ουδέτερο
- (ιατρική) εργαστηριακός έλεγχος της ευαισθησίας ενός βακτηριακού στελέχους σε διάφορα αντιβιοτικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιβιόγραμμα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γραμμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)