αντιεισαγγελεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντιεισαγγελεύς αρσενικό ή θηλυκό → δείτε κλιτικούς τύπους όπως στην καθαρεύουσα ἀντεισαγγελεύς, με αντι-