αντικαταβάλλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντικαταβάλλω < αρχαία ελληνική ἀντικαταβάλλω
Ρήμα
[επεξεργασία]αντικαταβάλλω
- πληρώνω, καταβάλλω την αξία ενός εμπορεύματος τη στιγμή που το παραλαμβάνω (δηλαδή όχι τη στιγμή που το αγοράζω)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικαταβάλλω
|