αντικατασκοπικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντικατασκοπικός < αντικατάσκοπος / αντικατασκοπία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικατασκοπικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αντικατασκοπία ή τους αντικατασκόπους ή αναφέρεται σ’ αυτά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντικατασκοπικός