αντικαταστατός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντικαταστατός < αντικαθιστώ + -τός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντικαταστατός, -ή, -ό
- (λόγιο) που είναι δυνατόν να αντικατασταθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικαταστατός