αντικειμενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντικειμενικότητα < αντικειμενικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντικειμενικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αντικειμενικού, το να είναι κάποιος αντικειμενικός
- (κατ’ επέκταση) αμεροληψία
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αντικειμενικός και κείμαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντικειμενικότητα