αντικομφορμισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικομφορμισμός οι αντικομφορμισμοί
      γενική του αντικομφορμισμού των αντικομφορμισμών
    αιτιατική τον αντικομφορμισμό τους αντικομφορμισμούς
     κλητική αντικομφορμισμέ αντικομφορμισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντικομφορμισμός < αντί + κομφορμισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αντικομφορμισμός αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]