αντικριστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικριστός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε πρόσωπο ή πράγματα που βρίσκονται απέναντι το ένα στο άλλο
- αντικριστός χορός (οι χορευτές ανά δύο χορεύουν έχοντας αντίκρυ τους ο ένας τον άλλον)
- (ουσιαστικοποιημένο) το αντικριστό: παραδοσιακό κρητικό φαγητό, οφτό (ψητό) αρνί που κόβεται σε τέσσερα γουλίδια (κομμάτια)