αντιμετωπιζόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αντιμετωπιζόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αντιμετωπίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιμετωπιζόμενος
|