αντιπειθαρχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπειθαρχικός < αντι- + πειθαρχικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική insubordonné)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπειθαρχικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιπειθαρχικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, πειθαρχώ, πείθω και άρχω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπειθαρχικός