αντιπληθωρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιπληθωρισμός < αντι- + πληθωρισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντιπληθωρισμός αρσενικό
- (οικονομία) ο πληθωρισμός με αρνητικό πρόσημο
- (οικονομία) η πολιτική που στοχεύει στη μείωση του πληθωρισμού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιπληθωρικός
- αντιπληθωριστικός
- → δείτε τις λέξεις αντί, πληθωρισμός και πλήθος