αντιποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αντιποιούμαι < αρχαία ελληνική ἀντιποιέομαι / ἀντιποιοῦμαι

αντιποιούμαι

  1. οικειοποιούμαι κάτι χωρίς να έχω σχετικό νόμιμο δικαίωμα
  2. για επάγγελμα, άσκησή του από πρόσωπο που δε διαθέτει τα νόμιμα προσόντα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]