αντιπροσωπεύσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αντιπροσωπεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αντιπροσωπεύω
  2. θα αντιπροσωπεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αντιπροσωπεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αντιπροσωπεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αντιπροσώπευση