αντισήκωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντισήκωμα < (ελληνιστική κοινή) ἀντισήκωμα < αρχαία ελληνική ἀντισηκόω / ἀντισηκῶ < ἀντι- + σηκόω / σηκῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /an.diˈsi.ko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντι‐σή‐κω‐μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντισήκωμα ουδέτερο
- (παρωχημένο, νομικός όρος) τα χρήματα εξαγοράς μιας υποχρεωτικής υπηρεσίας, π.χ. στράτευσης
- (παρωχημένο) αντάλλαγμα
- (παρωχημένο) τίμημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντισήκωμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)