αντισημίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αντισημίτης αρσενικό, αντισημίτρια θηλυκό
- αυτός που διακατέχεται από αντισημιτισμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντισημίτης
|