αντιστρατεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιστρατεύομαι < αρχαία ελληνική ἀντιστρατεύομαι < ἀντί + στρατεύομαι < στρατός
Ρήμα
[επεξεργασία]αντιστρατεύομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιστρατευόμενος
- → δείτε τη λέξη στρατός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιστρατεύομαι