αντιστρατιωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιστρατιωτικός < αντι- + στρατιωτικός
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιστρατιωτικός, -ή, -ό
- αντιμιλιταριστικός
- που επιδεικνύει συμπεριφορά που δεν ταιριάζει σε στρατιωτικούς
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιστρατιωτικά
- αντιστρατιωτικώς
- → δείτε τις λέξεις στρατιωτικός, στρατιώτης και στρατός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιμιλιταριστικός
|
που δεν ταιριάζει σε στρατιωτικούς