αντιστρεπτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αντιστρεπτός < αντιστρέφω + -τός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réversible)
Επίθετο
[επεξεργασία]αντιστρεπτός, -ή, -ό
- που μπορεί να αντιστραφεί
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αντιστρεπτός